- ὀτρύγη
- ὀτρύγη, -φάγοςSee also: s. τρύγη.Page in Frisk: 2,441
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
οτρύγη — ὀτρύγη (Α) βλ. τρύγη … Dictionary of Greek
τρύγη — η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α (ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός αρχ. 1. η συγκομιδή καρπών 2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος 2. έλλειψη νερού, ξηρασία 3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη» 4. φρ. «οἱ… … Dictionary of Greek
τρυγώ — (I) άω, ΝΑ βλ. τρυγώ. (II) έω, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω 2. μτγν. τ. τού τρυγῶ (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ]. (III) όω, Α τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. τρυγῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε ῶ / όω]. τρυγῶ, άω, ΝΜΑ 1. συγκομίζω ώριμους καρπούς και … Dictionary of Greek